κομματιάζομαι

κομματιάζομαι
κομματιάζομαι, κομματιάστηκα, κομματιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …   Dictionary of Greek

  • κομματιάζω — (Μ κομματιάζω) [κομμάτι] διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια νεοελλ. μέσ. κομματιάζομαι α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση …   Dictionary of Greek

  • περιξαίνομαι — Α κομματιάζομαι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξαίνω «χτυπώ, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • κομματιάζω — κομμάτιασα, κομματιάστηκα, κομματιασμένος 1. κάνω κάτι κομμάτια, τεμαχίζω: Τον κομμάτιασαν το λαγό τα σκυλιά. 2. το μέσ., κομματιάζομαι προσπαθώ μ όλες μου τις δυνάμεις: Κομματιάστηκε να μας περιποιηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”